- σβέσιν
- σβέσιςquenchingfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σβέση — η / σβέσις, εως, ΝΑ το σβήσιμο αρχ. 1. (σχετικά με δίκη) διαγραφή 2. φρ. «κατὰ τὴν σβέσιν» κατά την στιγμή που ψύχεται κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ τού αορ. ἔσβεσ(σ)α τού σβέννυμι*] … Dictionary of Greek